-
1 κατα-κρώζω
κατα-κρώζω (s. κρώζω), gegen Einen ankrächzen; πολλοὶ γὰρ μίσει σφε κατακρώζουσι κολοιοί Ar. Equ. 1020; auch τινός, Eust.
См. также в других словарях:
κατακρώζω — (Α) κράζω επανειλημμένα σαν κοράκι εναντίον κάποιου, ενοχλώ κάποιον κράζοντας («πολλοὶ γὰρ μίσει σφε κατακρώζουσι κολοιοί», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κρώζω «κράζω, κραυγάζω»] … Dictionary of Greek